- πολεμῇς
- πολεμέωto be at warpres subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πολέμης, Ιωάννης — (Αθήνα 1862 – 1924). Έλληνας ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και αισθητική στο Παρίσι. Το 1918 τιμήθηκε με το Εθνικόν Αριστείον Γραμμάτων για την ποιητική συλλογή τουΣπασμένα Μάρμαρα. Πολλές φορές διακρίθηκε με… … Dictionary of Greek
πολεμῆς — πολεμέω to be at war pres ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Kostís Palamás — Kostís Palamás … Wikipédia en Français
αναθαρρεύω — αποκτώ ή ανακτώ θάρρος, ενθαρρύνομαι, εμψυχώνομαι «σέ θωρώ κι αναθαρρεύω και τα χέρια μου χτυπώ» (Ιω. Πολέμης). [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + θαρρεύω] … Dictionary of Greek
Γρυπάρης, Ιωάννης — (Σίφνος 1871 – Αθήνα 1942).Ποιητής και εκπαιδευτικός. Αποφοίτησε από τη Μεγάλη του Γένους Σχολή, σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργάστηκε ως εκπαιδευτικός αρχικά στην Κωνσταντινούπολη, όπου βρισκόταν η οικογένειά του. Εκεί έκανε… … Dictionary of Greek
παιδική λογοτεχνία — Aκόμα και ο ορισμός υπήρξε, στις αρχές του 20ού αι., το κέντρο οξύτατης πολεμικής. Θεωρητικά, δεν μπορεί να διακρίνει κάποιος με ακρίβεια την παιδική λογοτεχνία από τη λογοτεχνία για ενηλίκους, αν και υπάρχουν βέβαια ορισμένα βιβλία που… … Dictionary of Greek
νικώ — νίκησα, νικήθηκα, νικημένος 1. επικρατώ στη μάχη ή σε οποιονδήποτε αγώνα: Με θεριά πολέμησα νίκησα το Χάρο (Πολέμης). 2. καθορίζω το αποτέλεσμα, έχω τον τελευταίο λόγο, υπερισχύω: Σε ισοψηφία νικά η ψήφος του προέδρου. 3. συγκρατώ, καταστέλλω:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξαφνίζω — και ξαφνιάζω ξάφνισα και ξάφνιασα, ξαφνίστηκα και ξαφνιάστηκα, ξαφνισμένος και ξαφνιασμένος 1. κάνω κάποιον να εκπλαγεί, τρομάζω, σκιάζω κάποιον: Μην το ξαφνιάσεις το παιδί. 2. το μέσ., ξαφνί(ά)ζομαι εκπλήττομαι, σκιάζομαι, τρομάζω: Κάθε νύχτα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεφάντωμα — το, ατος η διασκέδαση, το γλέντι, το γλεντοκόπημα: Δεν ήρθα για ξεφάντωμα ούτε για πανηγύρι (Πολέμης) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φεγγοβόλος — α, ο αυτός που εκπέμπει φέγγος, φωτοβόλος, ακτινοβόλος, φωτερός, λαμπρός: Η λευτεριά, σαν της αυγής το φεγγοβόλο αστέρι, της νύχτας το ξημέρωμα θα φέρει (Ι. Πολέμης) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)